ἐνάρμοστος

ἐνάρμοστος
ἐνάρμοστος
harmonious
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενάρμοστος — η, ο (AM ἐνάρμοστος, ον) αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι αρχ. αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.) …   Dictionary of Greek

  • κἀνάρμοστος — ἀνάρμοστος , ἀνάρμοστος not fitting masc/fem nom sg ἐνάρμοστος , ἐνάρμοστος harmonious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναρμόζω — (Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω) εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ ἐνήρμοσεν», Ευριπ.) αρχ. 1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω 2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι 3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”